συγκαταβαίνων

συγκαταβαίνων
συγκαταβαίνω
go
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • низоуходити — НИЗОУХО|ДИТИ (1*), ЖОУ, ДИТЬ гл. Низѹходити съ (кемл.) – снисходить к комул.: юже имѣ къ намъ любовь. съмѣр˫аѧс˫а наипаче. и съ нами || низѹход˫а. и свою на лѣ(т) подавающѹ мл҃сть. (συγκαταβαίνων ἡμῖν) ЖФСт XII, 48–48 об …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • συγκαταβαίνω — ΝΜΑ, και συγκατεβαίνω Ν 1. είμαι ή γίνομαι επιεικής, ενδοτικός 2. είμαι καταδεκτικός, καταδέχομαι (α. «μα πούρ εσυγκατέβηκα κι ήρθα να σε τιμήσω», Ερωτόκρ. β. «μετὰ δημοτῶν ἀνθρώπων συγκαταβαίνων ὠμίλει ᾧ τύχοι», Πολ.) αρχ. 1. κατεβαίνω μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • σωτήρας — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (63 κάτ., υψόμ. 330), στην επαρχία Θάσου του νομού Καβάλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ.χλμ., 401 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, η Σκάλα Σωτήρα (338 κάτ.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”